
Χθες το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Έμεινα δίπλα σου και σου μιλούσα ψιθυριστά για να μη σε ξυπνήσω. Σου μίλησα για όλα αυτά που ακούγονται φάλτσα μέσα στον τρελό ρυθμό της ημέρας, για όλα αυτά που ποτέ δεν θυμάμαι να σου λέω.
Σου μίλησα γιατί το είχα ανάγκη, γιατί το είχες ανάγκη. Γιατί κουράστηκα ν’ αναζητώ τη ζωή στις αναμνήσεις, κουράστηκα να γυρίζω την πλάτη στο μέλλον νοσταλγώντας το παρελθόν. Σου μίλησα γιατί θέλω να ονειρευτούμε ξανά.
Μετά, κοίταζα το πρόσωπο σου στο φως της σελήνης, έπιασα το χέρι σου κάτω από τα σκεπάσματα και πρόσεχα μην έρθουνε τα ξωτικά στα όνειρα σου και τρομάξεις. Σου είπα, πώς είσαι πολύ όμορφη όταν κοιμάσαι.
Όταν άνοιξες τα μάτια σου το πρωί, ήσουν χαρούμενη, μου χαμογέλασες και με ρώτησες γιατί σε κοιτάζω. Δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω, σου χαμογέλασα κι εγώ, σε φίλησα και σου είπα κάπως αδιάφορα: “ Τίποτα μωρέ, κατεβαίνω να ετοιμάσω καφέ.”