Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Ελένη




Ελάχιστα πράγματα μου προκαλούν τόση θλίψη, όσο τα πεταμένα παπούτσια στο δρόμο και το να μην έχει κάποιος τα χρήματα ν’ αγοράσει ένα βιβλίο.

Όταν δούλευα στο βιβλιοπωλείο, είχαμε πάντα κάποια βιβλία που υποτίθεται πως ήταν προσφορές.
Στην πραγματικότητα ήταν κάτι άθλιες εκδόσεις, κλασικής λογοτεχνίας, που έκαναν μόνο για προσανάμματα, αλλά ήταν πολύ πιο φτηνά από τις νέες κυκλοφορίες, κι έτσι μπορούσε ο οποιοσδήποτε ν’ αγοράσει ένα βιβλίο με ελάχιστα χρήματα.

Μια μέρα πέρασε ένας παππούς και με ρώτησε αν έχω Καζαντζάκη. «Φυσικά», του απάντησα, αλλά αυτός εννοούσε αν είχα κάτι στις προσφορές. Μου είπε πώς ήταν πολύ μικρή η σύνταξη του για να αγοράζει βιβλία, αλλά ήθελε πολύ να διαβάσει Καζαντζάκη.
«Δυστυχώς…» του είπα χαμογελώντας, «έχει τα δικαιώματα η γυναίκα του η Ελένη και είναι ακόμη ακριβά. Όταν θα πεθάνει, κάτι μπορεί να γίνει!»

Από τότε, κάθε φορά που περνούσε ο παππούς, με ρωτούσε με συνωμοτικό ύφος:
«Τι έγινε, πέθανε η Ελένη;»
Κι εγώ πάντα του απαντούσα με χιούμορ. «Μπα… θα μας θάψει όλους αυτή!» ή «δεν ξέρω, δεν πήρα εφημερίδα σήμερα!»

Με τον καιρό, αυτός ο διάλογος έχασε την ουσία του. Η Ελένη έγινε η πρόφαση για επικοινωνία, κάτι σαν κωδικοποιημένη καλημέρα μεταξύ μυημένων, ένας λόγος για να χαμογελάσεις… Ώσπου μια μέρα, συνειδητοποίησα ξαφνικά πως ο παππούς είχε σταματήσει να περνάει.

Το ότι δεν του χάρισα ένα βιβλίο του Καζαντζάκη, είναι ένα από τα λίγα πράγματα που έχω μετανιώσει στη ζωή μου, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τότε, πως θα χάνονταν τόσο απότομα.

Χθες το απόγευμα πέρασα από ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο του κέντρου και κοίταζα μια βιογραφία του Foucault που είχε τριάντα τρία ευρώ.
Καθώς το ξεφύλλιζα, ήρθε ένας υπάλληλος που φορούσε ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο και χωρίς την παραμικρή διάθεση για χιούμορ, με ρώτησε αν χρειάζομαι βοήθεια.
«Ευχαριστώ πολύ», είπα με όλη μου την ευγένεια, «μια ματιά ρίχνω μόνο». Αν και το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό, ήταν η ερώτηση του παππού. «Τι έγινε πέθανε η Ελένη;»

Έκλεισα το βιβλίο, το άφησα στην θέση του και έφυγα γρήγορα, γιατί είχα δουλειά και είχα ήδη αργήσει.